Ερώτημα: Πώς φορολογείται το επιδικασθέν ποσό (αποζημίωση) που έλαβε φορολογούμενος σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισ.ΝΑΚ ως αποζημίωση ζημίας εξαιτίας στέρησης αποδοχών;
Απάντηση:
Ι. Στο άρθρο 12 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ) ορίζονται τα εξής:
«1. Το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις περιλαμβάνει τα πάσης φύσεως εισοδήματα σε χρήμα ή σε είδος που αποκτώνται στο πλαίσιο υφιστάμενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης.[…]
3. Ως ακαθάριστα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις θεωρούνται τα εξής:
α) ημερομίσθιο, μισθός, επίδομα αδείας, επίδομα ασθενείας, επίδομα εορτών, αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας, αμοιβές, προμήθειες, επιμίσθια και φιλοδωρήματα,
β) επιδόματα περιλαμβανομένων του επιδόματος κόστους διαβίωσης, του επιδόματος ενοικίου, της αποζημίωσης εξόδων φιλοξενίας ή ταξιδίου,
γ) αποζημίωση εξόδων στα οποία έχει υποβληθεί ο εργαζόμενος ή συγγενικό πρόσωπο του εργαζομένου,
δ) παροχή οποιασδήποτε μορφής που λαμβάνει ο εργαζόμενος πριν την έναρξη της εργασιακής σχέσης,
ε) αποζημιώσεις για τη λύση ή καταγγελία της εργασιακής σχέσης,
στ) συντάξεις που χορηγούνται από κύριο και επικουρικό φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης, καθώς και από επαγγελματικά ταμεία που έχουν συσταθεί με νόμο
ζ) το ασφάλισμα που καταβάλλεται εφάπαξ ή με τη μορφή περιοδικής παροχής στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων,
η) κάθε άλλη παροχή που εισπράττεται έναντι υφιστάμενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης.
θ) Ποσοστό έως 35% των κερδών προ φόρων, το οποίο καταβάλλεται από τους Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας στους εργαζομένους τους».
ΙΙ. Περαιτέρω, με την εγκύκλιο Ε.2116/2020 της Α.Α.Δ.Ε. έγιναν δεκτά τα ακόλουθα:
«1. Με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ.4 του άρθρου 8 του ν. 4172/2013 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν.4646/2019 ορίζεται ότι ειδικά για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττονται το έτος 2014 και μετά και εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο ή προκύπτει με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο το έτος στο οποίο ανάγονται, υπάγονται σε φόρο με βάση τις διατάξεις του έτους που ανάγονται.
2. Επίσης, με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 12 του Ν.4172/2013 ορίζεται ότι το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις περιλαμβάνει τα πάσης φύσεως εισοδήματα σε χρήμα ή σε είδος που αποκτώνται στο πλαίσιο υφιστάμενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης.
3. Κατά το άρθρο 105 Εισ. Ν.Α.Κ. για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το Δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών.
4. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 106 Εισ. Ν.Α.Κ. οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.
5. Με την ΠΟΛ.1054/2000 κοινοποιήθηκε η γνωμοδότηση 777/1999 του ΝΣΚ που έγινε δεκτή από τον Υφυπουργό Οικονομικών και σύμφωνα με την οποία τα χρηματικά ποσά που επιδικάζονται, με δικαστική απόφαση, σε ιδιώτες που ασκούν συγκεκριμένο επάγγελμα (επιτηδευματίες ή ελεύθεροι επαγγελματίες) ως αποζημίωση για την απώλεια του εισοδήματός τους (διαφυγόν κέρδος) λόγω της ανικανότητας προς εργασία που επήλθε από τραυματισμό υπάγονται σε φόρο εισοδήματος κατά την ίδια κατηγορία (Δ ’ ή Ζ’) σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2238/1994, αφού αυτή η αποζημίωση «αντικρύζει» το κέρδος που θα αποκόμιζαν οι συγκεκριμένοι επιτηδευματίες ή ελεύθεροι επαγγελματίες, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν δε μεσολαβούσε ο τραυματισμός τους από την επαγγελματική τους δραστηριότητα και συνεπώς δεν αλλοιώνεται ο χαρακτήρας αυτών των ποσών ως φορολογητέου εισοδήματος από το λόγο ότι αυτά αναγνωρίστηκαν δικαστικώς.6. Από τα ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη και το σκεπτικό της προαναφερόμενης (777/1999) γνωμοδότησης του ΝΣΚ, συνάγεται ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 Εισ. Ν.Α.Κ. που καταβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο για την αποκατάσταση ζημίας που υπέστη εξαιτίας στέρησης αποδοχών ή συντάξεων οφειλόμενη σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., αποτελεί εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις. Η αποζημίωση αυτή στην ουσία «αντικρύζει» το εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις που απώλεσαν οι φορολογούμενοι εξαιτίας των παράνομων πράξεων ή παραλείψεων οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα έτη (γεγονός το οποίο στην ουσία αναγνωρίζεται με τη δικαστική απόφαση) και συνεπώς υπάγεται σε φόρο με βάση τις διατάξεις των ετών αυτών στα οποία ανάγεται και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις προαναφερόμενες διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ.4 του άρθρου 8 του ν. 4172/2013 όπως ισχύουν».
ΙΙΙ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, η επιδικασθείσα αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ που καταβλήθηκε σε φορολογούμενο για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας στέρησης αποδοχών, αποτελεί εισόδημα από μισθωτή εργασία, υπό την έννοια ότι η αποζημίωση αυτή στην ουσία αντικατοπτρίζει το εισόδημα από μισθωτή εργασία που απώλεσε εξαιτίας παράνομων πράξεων ή παραλείψεων οργάνων του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα έτη και επιδικάστηκε με τη δικαστική απόφαση. Συνεπώς, το ποσό αυτό αποτελεί εισόδημα από μισθωτή εργασία και υπάγεται σε φόρο με βάση τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4172/2013, ήτοι στο χρόνο που ανάγεται.
Επιμέλεια
Επιστημονική ομάδα TAXHEAVEN